- προσδιωρισμένως
- Αεπίρρ.1. με τρόπο που προσδιορίζει2. με επιφύλαξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσδιωρισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού προσδιορίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσδιωρισμένως — προσδιορίζω define perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)